-
1 шерсть
шерсть ж 1) (пряжа) το μαλλί, το έριο 2) (ткань ) το μάλλινο ύφασμα* * *ж1) ( пряжа) το μαλλί, το έριο2) ( ткань) το μάλλινο ύφασμα -
2 ткань
-и θ.1. ύφασμα• ιστός•шерстяная ткань μάλλινο ύφασμα•
шлковая ткань μεταξωτό ύφασμα•
ткань пенелопы ο ιστός της Πηνελόπης.
2. (βιολ.) ιστός•соединительная ткань συνδετικός ιστός•
мышечная ткань το μυείλημα•
нервная ткань το νευρείλημα.
3. μτφ. πλοκή, υφή•словосная произведения η λογοτεχνική υφή του έργου.
-
3 шерстяной
επ.μάλλινος•-ая ткань μάλλινο ύφασμα•
-ая ниткэ μάλλινη κλωστή•
-ая пряжа μάλλινο νήμα.
|| τριχωτός•шерстяной покров животных το τρίχωμα των ζώων.
εκφρ.- ая промышленность – βιομηχανία ερ ιουργίας. -
4 фай
текст. το χοντρό μεταξωτό ή μάλλινο ύφασμα με διαγώνιες αυλακιές.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фай
-
5 декатировать
декати́р||оватьсов и несов πλύνω (или ξεκολλάρω) μάλλινο ὑφασμα. -
6 ратия
рати́им (ткань) τό μάλλινο ὑφασμα, ἡ ρατίνα. -
7 шерсть
шерст||ьж1. (животных) τό τρίχωμα, τό μαλλί, τό ἔριον2. (сырье, пряжа) τό μαλλί, τό ἔριον/ τό ποκάρι (тк. состриженная)·3. (ткань) τό μάλλινο ὑφασμα· ◊ гладить против \шерстьи χαϊδεύω ἀνάτριχα. -
8 шерстяной
шерст||янойприл μάλλινος, ἐριοῦχος:\шерстянойяная ткань τό μάλλινο ὑφασμα· \шерстянойяиа́я промышленность ἡ ἐριουργία. -
9 ратин
[ρατίν] ουσ. α. μάλλινο ύφασμα -
10 ратин
[ρατίν] ουσ α μάλλινο ύφασμα -
11 шерстить
-йтρ.δ.1. (για μάλλινο ύφασμα) τρώγω, τσιμπώ, κεντρίζω ελαφρά.2. τιμωρώ αυστηρά• κατσαδιάζω. -
12 шерсть
-и, πλθ. шерсти-ей θ.1. μαλλί, έριο• τρίχωμα•шерсть овечья μαλλί προβάτου•
густая шерсть πυκνό μαλλί•
по -и κατά την κλίση (κατεύθυνση) του τριχώματος•
протившерстьи ανά-τριχα, κατά την αντίθετη φορά του τριχώματος.
|| το ποκάρ ι, ο πάκος.2. μάλλινη κλωστή. || μάλλινο ύφασμα. -
13 ткань
1. (текст., тех.) το ύφασμαцветная - χρωματιστό -, το εμπριμέ (ξεν.)2. биол. о ιστόςжировая - λιπώδης/στεατώδης -пещеристая - анат. σπηλαιώδης -эпителиальная - анат. см. эпителийРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ткань
-
14 фай
фая α. ύφασμα κοκκωτό (μεταξωτό ή μάλλινο).
См. также в других словарях:
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
μανδύας — Είδος ενδύματος των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων. Τον μ. αποτελούσε ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, το οποίο κάλυπτε όλο το σώμα φτάνοντας έως τα πόδια. Συγκρατιόταν με μια πόρπη στους ώμους ή στο στήθος. Οι Έλληνες τον φορούσαν τον … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
μαλλός — μαλλός, ὁ (ΑM) τρίχωμα προβάτου, έριο, μαλλί («εἰροπόκοι δ ὄιες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.) μσν. μτφ. βρύα αρχ. 1. βόστρυχος, πλόκαμος («στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῑς», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Μαλλοί λαός τής Ινδίας ο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
καμηλό — και καμελό, το (ακλ.) 1. είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος που κατασκευάστηκε στην αρχή από τρίχες καμήλας, αργότερα όμως και από μαλλί προβάτου ή κατσίκας 2. ρούχο, ιδίως παλτό, κατασκευασμένο από ύφασμα καμηλό 3. ονομασία που προήλθε από το… … Dictionary of Greek
τσαντίλα — η (λ. σλαβ.) 1. σακούλα από αραιοϋφασμένο μάλλινο ύφασμα για το στράγγισμα του χλωρού τυριού, η τυροτσαντίλα. 2. κάθε αραιό ύφασμα για στράγγισμα, σουρωτήρι, στραγγιστήρι. 3. κάθε ύφασμα κακής ποιότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χράμι — και χρέμι και χιράμι, το, Ν 1. χοντρό μάλλινο ύφασμα που κατασκευάζεται στον αργαλειό 2. μάλλινο κροσσωτό κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ihram «είδος μανδύα»] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σαρακατσάνων (Σέρρες) — Το μουσείο στεγάζεται από το 1998 σε ένα νεόδμητο κτίριο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό τον σκοπό με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων και με σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένων αντικειμένων μπορεί ο επισκέπτης να… … Dictionary of Greek
αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) … Dictionary of Greek
κρεπ — και κρέπι, το 1. ακατέργαστο καουτσούκ κιτρινόλευκου χρώματος, το οποίο λαμβάνεται ύστερα από αποξήρανση θρομβωθέντος ελαστικού γαλακτώματος στον θερμό αέρα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων και ως πρώτη ύλη από ελαστικό… … Dictionary of Greek